Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Διαχρονικά–επίκαιρα



Είναι γνωστόν σε όλους, σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα δε σε εμάς του Έλληνες, ότι η τραγωδία εγεννήθη και εκαλλιεργήθη σε ύψιστο βαθμό στην αρχαία Ελλάδα. Οι δε παραστάσεις ελέγοντο «διδασκαλίες».

Σήμερα, δεν απολαμβάνουμε το κάλλος της διδασκαλίας της τραγωδίας, αλλά ζούμε στον πιο τραγικό βαθμό την ίδια την τραγωδία. Είμαστε οι ίδιοι οι άνθρωποι –παγκοσμίως- πρωταγωνιστές. Ζούμε την αιώνια μάχη μεταξύ της ζωής και του θανάτου, μεταξύ της φθοράς και της αφθαρσίας. 

Η σημερινή λοιπόν τραγωδία δεν είναι «μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας», αλλά βίωσις της επιθανάτιας κραυγής της ζωής. Στην αρχαία τραγωδία υπήρχε η κάθαρση «δι’ ελέου και φόβου», στη σημερινή τραγωδία που βιώνουμε δεν γνωρίζουμε πότε και πώς θα υπάρξει. Δε γνωρίζουμε την έκβαση της «σπουδαίας και τελείας πράξεως», και αυτό είναι το πιο τραγικό.

Ο επιτεθείς λοιμός κορονοϊός (αόρατος και αθόρυβος, άγνωστος), προξενεί εκατόμβες θανάτων στο ανθρώπινο γένος και ανατρέπει τους κανόνες και συστήματα ζωής που με αγώνες είχε επιτύχει. Οι άνθρωποι αμύνονται με τα όπλα της επιστήμης και τη λήψη και εν πολλοίς απάνθρωπων μέτρων, ανατρέποντας τελείως τον ρυθμό της καθημερινότητας. Το κλείσιμο στο σπίτι, το «μένουμε σπίτι», η φυλακή (φύλαξη) με τον εγκλεισμό, η απαγόρευση της κυκλοφορίας, συνιστούν προϋπόθεση για την προστασία της ζωής. Θυσιάζουμε το έλασσον για να σώσουμε το μείζον.

Η αποκορύφωση της σκληρότητος των μέτρων εκφράζεται στην «εντολή» δια τηλεοράσεως του προέδρου των Φιλιππίνων «σκοτώστε όποιον δεν πειθαρχεί στα μέτρα μας». Μας θυμίζει τον Πρωταγόρα του Πλάτωνα. Ο Ζευς κατά τη δημιουργία «δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν᾽ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.» (Ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους)
Και εις το ακροτελεύτιο άρθρο των εντολών του εντέλλεται «…καὶ νόμον γε θὲς παρ᾽ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.» («Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»)


Η ζωή διατρέχει τον μέγιστο κίνδυνο από έναν αόρατο εχθρό και επιβάλλει κραυγήν αγωνίας στον άνθρωπο: «Σώσε με». Ο καιρός ου μενετός! Επιβάλλονται από όλους άμεσα μέτρα από επιστήμονες, πολιτικούς, από την εκκλησία και τον απλό άνθρωπο, ιδιαίτερα απ’ τους νέους. Έχουμε «πόλεμο» και χρειάζεται πανστρατιά!


Ο Δημοσθένης (383-322 π.Χ.), από τα βάθη των αιώνων, απευθυνόμενος προς τους Αθηναίους όταν η ζωή και η ελευθερία της πόλεως εκινδύνευε από τον Φίλιππο, προσπαθούσε να τους αφυπνίσει από τον νήδυμον ύπνον* λέγοντας: «Ο μεν ουν παρών καιρός λέγει μόνον ουχί φωνή αφιείς (=μόνον που δε κραυγάζει) ότι των πραγμάτων  υμίν αυτοίς αντιληπτέον εστί… υπέρ σωτηρίας υμών αυτών φροντίζετε.»


Σε αυτόν τον πόλεμο έχουμε χρέος να συμμετέχουμε όλοι. Και πάλι από την αρχαιότητα ας εμπνευστούμε. Λέγει ο λυρικός ποιητής Καλλίνος (7ος αι. π.Χ.) στο πολεμικό του σάλπισμα, απευθυνόμενος προς τους νέους: «Ως πότε, νέοι, θα κάθεστε άπρακτοι;/Πότε θα δείξετε καρδιά αντρειωμένη;/Νομίζετε, αλλά δεν είναι ειρήνη πια,/žάδραξε ο πόλεμος ολόκληρη τη γη μας».


Ένας νέος Αρμαγεδδών διεξάγεται. Αντιμάχονται το καλό και το κακό. Οι θεϊκές δυνάμεις με τις επίγειες. Σε αυτές τις ανατροπές της ζωής από αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι σήμερα ο άνθρωπος μένει ενεός, συγχυσμένος και προσπαθεί να δώσει απαντήσεις και εξηγήσεις στο μεγάλος ερώτημα της ζωής: «Γιατί»;  
Εκτός από την επιστήμη και τη λογική εξήγηση, κατέφυγε στη θρησκεία, στη θεότητα, στα θεία , στη θεία βούληση. Οι μεγάλοι μύστες προσπάθησαν να απαντήσουμε όμως κάθε γενεά θα θέτει εξ υπαρχής τα ερωτήματα και θα δίδει τις δικές της απαντήσεις.


Ένας ορφικός ύμνος λέγει «Ζευς αρχή, Ζευς μέσσα, Διός δ’ εκ πάντα τέτυκται. Γαίης τε βλάστημα και ουρανού αστερόεντος». (Ο Ζευς είναι η αρχή, η κεφαλή του κόσμου, ο Ζευς είναι το κέντρο του κόσμου, εκ Διός τα πάντα έχουν δημιουργηθεί… Ο Ζευς είναι ο πυθμένας, τα θεμέλια, και της γης και του αστερόεντος ουρανού). Τουτέστιν, ο Ζευς δημιουργός των πάντων και κυβερνήτης και παντεπόπτης. Αυτό πίστευαν οι άνθρωποι και τότε και τώρα με τη χριστιανική θρησκεία και σε αυτόν τον θεό θα επιστρέψουν σε μια νέα αιώνια ζωή.

Τι λέει και ο Ευριπίδης: «Τις δ’ οίδεν ει το ζην μεν εστι κατθανείν, το κατθανείν δε ζην κάτω νομίζεται;». Τουτέστιν, ποιος γνωρίζει αν αυτό που έχει ονομαστεί ζωή είναι θάνατος και αντιστρόφως;

Σήμερα με το σύμβολο της πίστεως οι χριστιανοί αναλαμβάνουν την πίστη των προγόνων μας «Πιστεύω εις έναν θεό, πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων». Ο άνθρωπος παρέμενε υπαρξιακά αμετάβλητος. Τα ίδια προβλήματα, τα ίδια πιστεύω οι αμφισβητήσεις, οι αμφιβολίες, τα ίδια αιώνια ερωτήματα.


Τώρα, στο απομεσήμερο της ζωής μου, οι πολύχρωμες σκέψεις μου, οι ξαφνικές σπίθες, αγαπημένες καλές και κακές σκέψεις μου, σαν πουλιά που έχουν χάσει τον δρόμο τους προσπαθούν να βρουν τον σκοπό τους...
 Άβυσσος η ψυχή μας, δεν μπορεί να εξιχνιάσει τη βούληση και το μυστήριο του Δημιουργού. Εμείς καλούμεθα με όσες δυνάμεις έχουμε να γίνουμε συλλειτουργοί και συνδημιουργοί του μεγάλου Δημιουργού στην αιώνια δημιουργία της ζωής και του κόσμου.


Ο άνθρωπος ενδυσάμενος την πανοπλία της βούλησης, της επιστήμης, της πίστεως, της αποφασιστικότητος αλλά και της ελπίδος, μάχεται για να σώσει τη ζωή.


Πριν λίγες ημέρες οι χριστιανοί εορτάσαμε -έστω και από το σπίτι, και συμμετείχαμε στο μεγάλο μυστήριο της Αναστάσεως. Θρηνήσαμε το «γλυκύ έαρ», το «γλυκύτατον τέκνον που έδυ το κάλλος του», απολαύσαμε τον γλυκασμό της ωραιότητος και πάσαν την ελπίδα θα αναθέσαμε στη μητέρα του Θεού, ικετεύοντας για τη σωτηρία μας…


Αυτή την ελπίδα ως θεότητα και αιώνια προσδοκία τίμησαν πάντες από αρχαιοτάτης εποχής μέχρι σήμερα.

Ο μέγας λυρικός ποιητής Θέογνις (550-500 π.Χ) λέγει «Ελπίς εν ανθρώποισι μούνη Θεός εσθλή ένεστιν…
                                                                                       
Τι μας απομένει λοιπόν; 
Η συμμετοχή όλων με τα όπλα που διαθέτει ο καθένας και με την αισιοδοξία και πίστη στην ελπίδα ότι η εν τω σταυρώ καθηλωθείσα ζωή θα νικήσει, «θανάτω θάνατον πατήσασα».


Έρρωσθε* και καλή πνευματική Ανάσταση!




*νήδυμος=γλυκός, ευχάριστος

*έρρωσθε=υγιαίνετε, να είστε υγιείς 

                                                                                       Ιωάννης Δ. Αναγνώστου, Φιλόλογος

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Καλέ μου φίλε...



Ο L.R. Hubbard στο βιβλίο του "Ο δρόμος προς την Ευτυχία" μεταξύ άλλων γράφει: «Το φιλοσοφικό ερώτημα που αφορά το επίμαχο θέμα τού τι είναι άδικο, μπορεί να απαντηθεί αμέσως σε προσωπικό επίπεδο: Θα σου άρεσε να συμβεί αυτό σε σένα; Όχι; Τότε πρέπει να είναι μια επιζήμια πράξη... Λοιπόν τι νομίζεις ότι θα συνέβαινε αν προσπαθούσε κανείς να φέρεται στους γύρω του με δικαιοσύνη, αφοσίωση, πνεύμα ευγενούς άμιλλας, τιμιότητα, ειλικρίνεια, καλοσύνη, ενδιαφέρον, ευσπλαχνία, αυτοκυριαρχία, ανοχή, επιείκεια, γενναιοδωρία, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ευγένεια, ευπρέπεια, θαυμασμό, εκτίμηση, φιλικότητα, αγάπη, και το έκανε αυτό με ακεραιότητα;» Πρόκειται για έναν παλιό κανόνα που καμιά φορά λησμονούμε ή θεωρούμε όχι και τόσο κατάλληλο σε μια εποχή ανταγωνισμού, βίας, ατομικισμού. Κι όμως, όπως λέει ο συγγραφέας, «το βότσαλο που πέφτει στη λιμνούλα, μπορεί να δημιουργήσει κυματισμούς μέχρι την πιο απόμακρη όχθη».

Καλέ μου φίλε...

Μια ακόμη εβδομάδα με πολλή δουλειά και τρέξιμο, όμως τώρα όλα καλά, χαλαρώνω και ξαναδιαβάζω το τελευταίο σου γράμμα. Μου γράφεις πως σου έλειψαν οι γραφικοί τύποι και πως τους έχουμε ανάγκη. Θυμήθηκα λοιπόν έναν τέτοιο τύπο, μια από τις φιγούρες των παιδικών μου χρόνων, που η ρουτίνα της καθημερινής τους παρουσίας τους μετέτρεπε σε «αόρατους». Άκου λοιπόν...

     
   Η φιγούρα ήταν ο Θανάσης ο Παπίνας. Ο Θανάσης ο Παπίνας -Παπίνας ήταν το παρατσούκλι του- ήταν ένας άνθρωπος πανταχού παρών: στα διαλείμματα του σχολείου (τότε τα σχολεία στα χωριά δεν είχαν κυλικεία, και ίσως ούτε και τώρα), κάθε Κυριακή στην απόλυση της εκκλησίας και αργότερα, το απόγευμα της ίδιας μέρας, στον ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεν υπήρχε μέρα που να μην τον δούμε, κι αν υπήρχε καμιά τέτοια, ξέραμε ότι ήταν άρρωστος. Όμως σπάνια αρρώσταινε. Μοναχικός τύπος -από ανάγκη, από παραξενιά, ποιος ξέρει... Οι νεότεροι μόνο του τον θυμούνταν μια ζωή. Αγαπητός παρ' όλα αυτά στα παιδιά, αφού ήταν αυτός που πουλούσε καραμέλες, μπαλόνια, μπισκότα, τσίχλες, φτηνά παιχνιδάκια, όλα αυτά που μαγνητίζουν τις παιδικές ψυχές. Τα’ χε όλα σε δυο μεγάλα κοφίνια που τα πέρναγε ένα στο δεξί και ένα στο αριστερό χέρι. «Ο Παπίνας, ο Παπίνας» ξεφώνιζαν από χαρά τα κούτσικα, και ζητούσαν από τους γονείς τους να τους πάρουν τα λαχταριστά «κοκοράκια».

        
   Ο Παπίνας δε χαμογελούσε ποτέ, ούτε έκανε αστεϊσμούς, πουλούσε μόνο πρόθυμα, ήρεμα, καταδεκτικά. Για τα μικρότερα παιδιά αποτελούσε και ένα είδος φόβητρου που εντέχνως χρησιμοποιούσαν οι μανάδες όταν τους βόλευε: «τώρα, να’ ρθει ο Παπίνας να σε πάρει, να σε βάλει σ’ ένα τσουβάλι και να σε πουλήσει». Ασυλλόγιστα και απερίσκεπτα τον είχαν κάνει μπαμπούλα και, έτσι όπως τον έβλεπαν τα παιδιά, σχεδόν μονίμως αξύριστο, και με το μυαλό τους στις φοβέρες των μανάδων, τον έτρεμαν και δεν τον πλησίαζαν, αν δεν ήταν κάπου κοντά δικοί τους. «Κι άμα μ’ αρπάξει και με χώσει σε κάνα τσουβάλι;» Μεγαλώνοντας, βέβαια, τα μικρά ξεθάρρευαν, γιατί ο άνθρωπος κανέναν δεν πείραζε ποτέ - πουλούσε απλώς καραμέλες, πιπίγκια, καραγκιοζάκια κι ένα σωρό άλλα πρωτοφανέρωτα πραγματάκια στα μάτια των παιδιών. Και όταν τελικά τα πιτσιρίκια καταλάβαιναν πως ήταν άκακος, ο φόβος τους γινόταν μίσος κρυφό -του άρχιζαν την καζούρα, μιμούμενα τα μεγαλύτερα που δίναν το παράδειγμα. Του στήνανε πλάκες, τον ξεφώνιζαν, τον χλεύαζαν… Αυτός δεν αντιδρούσε καθόλου, λες και δεν τον πείραζε, λες και ήταν κάτι φυσιολογικό, κι έτσι κατέληγε στα μάτια όλων, σαν κάτι φυσιολογικό.

       
   Αργότερα, ήρθαν τα κυλικεία, τα περίπτερα, και ο Θανάσης άρχισε να τα βρίσκει σκούρα με την πραμάτειά του. Συνέχισε να πουλάει μέσα από τα κοφίνια του, συνέχισε να υπομένει ήσυχος ακόμη και τα πιο κοροϊδιάρικα παιδιά, μέχρι που τα κοφίνια δεν άδειαζαν πια, κι αρχίσαν να αραιώνουν οι εμφανίσεις του.

      
   Ο Θανάσης ο Παπίνας έμενε από τότε που τον θυμάμαι σε μια παλιά αποθήκη, αποθήκη με τα όλα της. Κρύα, σκοτεινή, γυμνή από νοικοκυριό. Ένα «στρώμα» καταγής από φλοκάτη, μια παλιά καρέκλα, ένα χαμηλό τραπεζάκι. Όταν πια τα χρόνια πέρασαν και τον κατέβαλαν -με γρήγορο ίσως ρυθμό, και δεν πουλούσε πια τίποτα, οι νοικοκυρές τού πήγαιναν κάνα πιάτο φαΐ, πότε η μια, πότε η άλλη. Έτσι μια μέρα μ’ έστειλε και μένα η μάνα μου με ένα πιάτο μπάμιες και τότε είδα το εσωτερικό του «σπιτιού» του. Το δήθεν στρώμα, την παλιά καρέκλα, τα κοφίνια κρεμασμένα από μεγάλα καρφιά στον τοίχο - αυτά τα κοφίνια που έθρεψαν τους παιδικούς μας πόθους. Και τότε πια, στα τελευταία του σχεδόν, ο Θανάσης ο Παπίνας έγινε συνάνθρωπος...

      
Αυτά, καλέ μου. Τι μου θύμισες!


                                                            Σε φιλώ

                                                             Αθηνά