Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Περί ποινών



            Βρέθηκα τις προάλλες σε μια συντροφιά φίλων συναδέλφων. Η βραδινή μας έξοδος ακολούθησε τη συνήθη διαδικασία· δειπνήσαμε, σχολιάσαμε τα εδέσματα, απολαύσαμε τη χαρά της συνεύρεσης με συνοδεία μετρημένου οίνου, κάναμε τις παρατηρήσεις και τα σχόλια για τον χώρο που μας φιλοξενούσε. Η συνέχεια της βραδιάς επίσης συνήθης, σχεδόν «επιβεβλημένη» από την ποιότητα της ομήγυρης· άνοιξε ένας κύκλος θεμάτων, επικαιρότητας και διαχρονικών, και σε ένα από αυτά επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον και η σκέψη των συνδαιτυμόνων: «η ποινή στους μαθητές αλλά και στην κοινωνία εν γένει». Ειδικότερα: «πόσο δημοκρατικό είναι να επιβάλλουμε τις ίδιες ποινές, σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους για τα ίδια παραπτώματα;»

            Το ερώτημα προκλητικό στα όρια της ανατροπής. Η αυθόρμητη, αλλά και απολύτως προσδοκώμενη ή μάλλον προβλέψιμη απάντηση φέρει στο προσκήνιο της συζήτησης την «ισονομία», έννοια ταυτόσημη της δημοκρατίας κατά την εποχή της ανάδειξής της στην πολιτική ως απόσταγμα φιλοσοφικής σκέψης πολλών γενεών στην αρχαία πατρίδα. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή. Η αριστοκρατία υποχωρεί· δεν μπορούν πλέον τα κοινωνικά κριτήρια να καθορίσουν το μερίδιο ευθύνης του πολίτη, αλλά η βούληση και η ικανότητα στο πολιτεύεσθαι. «Μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται» Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος.

            Οδηγούμαστε νομοτελειακά σε μια «ομοιομορφία»· η δημοκρατία έχει οδηγήσει στο κώνειο ένα σπουδαίο τέκνο της, τον Σωκράτη, και ο καλύτερος μαθητής του, υπέρμαχος της αριστοκρατικής αντίληψης, αντιδρά με το φιλοσοφικό του έργο, προτείνοντας την ισχύ των Νόμων ως υποκατάστατο του Νου που δεν μπορεί να επιβληθεί δηλαδή να κυβερνήσει. Στην «Πολιτεία», στους «Νόμους», στον «Κρίτωνα» ο Πλάτωνας τεκμηριώνει την απόφαση του Σωκράτη να υπομείνει τους νόμους της πατρίδας του και να πεθάνει, αν και αμφισβητεί την ουσία των κατηγοριών που του προσάπτουν για «καινά δαιμόνια και διαφθορά των νέων».

            Κανείς δεν μπορεί να «διακριθεί»· όλοι κρίνονται από τον ίδιο νόμο που έχει θεσπίσει η πολιτεία, με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Ακούγεται, αλλά είναι ωραίο; Ακούγεται, αλλά είναι αυτό δημοκρατικό; Με άλλα λόγια δε θα πρέπει μέσα στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας να αναγνωρίζεται στον πολίτη το δικαίωμα του «σφάλλειν»; Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι οι νόμοι διαφέρουν από τόπο σε τόπο, ότι αλλάζουν από εποχή σε εποχή, αντιλαμβανόμαστε την αξία που αποκτά γι’  αυτή καθ’ εαυτήν την έννοια της δημοκρατίας το «σφάλλειν». Η αλλαγή, η ανατροπή, η επανάσταση, έννοιες καταγεγραμμένες στη συνείδηση των περισσοτέρων ως δημοκρατικά τέκνα, ως παραφυάδες του δημοκρατικού δέντρου,  θα καταστέλλονταν εν τη γενέσει τους. Μόνο οι δικτάτορες είναι «αλάνθαστοι».
             
            Είναι η δημοκρατική κοινωνία μία ελεύθερη κοινωνία. Τούτο δεν σημαίνει, σε καμία των περιπτώσεων, ότι δεν είναι απαραίτητες οι ποινές για τη λειτουργία της. Η ποινή, αν και αρνητικό, είναι δικαίωμα. Ο Ντοστογιέβσκι πιστεύει ότι η ελευθερία υπάρχει στο παράπτωμα, άρα, αφού παράπτωμα χωρίς τιμωρία δε νοείται, η τιμωρία είναι το τίμημα της ελευθερίας. Ο καταλογισμός των ποινών επενεργεί διπλά· και σωφρονιστικά και παραδειγματικά κατά τον Πλάτωνα («ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα», Πλάτωνος Πρωταγόρας, 324b).
            
           Η ελευθερία στη δημοκρατία εδράζεται στο «κατά συνείδησιν πράττειν» και όχι στη βία του νόμου. Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ’ ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται. Το «δαχτυλίδι του Γύγη» (Πλάτωνος Πολιτεία, 2.359d-2.360d) μπορεί να επιβεβαιώσει την προηγηθείσα πρόταση. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ δικαίου και δικαιοφανούς και οριοθετείται η διαφορά μεταξύ νομικού εξαναγκασμού και συνειδητής επιλογής. Συνεπώς και μεταξύ ελεύθερου πολίτη και υπάκουου υπήκοου, μεταξύ ενεργού πολίτη και αδιάφορου, υποταγμένου στην αδράνεια και τον φόβο. Πώς μπορούμε να τιμωρήσουμε αυτούς τους δύο με τον ίδιο τρόπο χωρίς να τους έχουμε τεντώσει ή πετσοκόψει κατά περίσταση ξαπλώνοντάς τους στο –άδικο- κρεβάτι του Προκρούστη;

            Μπορούμε να προσθέσουμε μία ακόμη παράμετρο στην όλη διερεύνηση· αυτή του πληγωμένου αισθήματος της δικαιοσύνης του «παραβάτη». Ένας συνειδητά νομοταγής πολίτης αισθάνεται να «αδικείται», όταν η πολιτεία τον τιμωρεί με την ίδια ισχύ για ένα κατά περίσταση «σφάλμα», όπως ακριβώς θα τιμωρούσε και έναν μη νομοταγή ή νομιμοφανή πολίτη. Εξομοιώνεται και αναρωτιέται γιατί να είναι γενικότερα νομοταγής και δίκαιος, μία σχετικά επιπόλαιη, ωστόσο ανθρωπίνως δυνατή αντίδραση. Στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια ισχύει η εξής παραδοχή: η δικαιοσύνη απονέμεται, αφού ληφθεί υπόψη ο βίος και η πολιτεία του ατόμου. Ώστε, όπως ήδη εντοπίσαμε («ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη») αυτός που τιμωρεί με βάση τη λογική δεν τιμωρεί την πράξη (αφού για την ίδια πράξη επιβάλλεται η ίδια ποινή), αλλά τιμωρεί τον ανθρώπινο χαρακτήρα με σκοπό τον σωφρονισμό. Αυτό, στην περίπτωση του νομοταγούς, είναι άτοπο.

            Η παράμετρος που σχετίζεται με το αίσθημα δικαιοσύνης του νομοταγούς πολίτη, μπορεί να συσχετιστεί με την απαίτηση πολλών συνανθρώπων μας, στα πλαίσια πάντα της δημοκρατίας, οι ποινές να είναι πιο αυστηρές στους ισχυρά πολιτικά άνδρες -και στις ισχυρές πολιτικά γυναίκες βεβαίως- ώστε να αποτρέπονται, όταν επιχειρούν να αποδυναμώσουν το πολίτευμα. Δεν είναι δυνατόν να επιβάλλουμε λ.χ. την ίδια ποινή στον υπουργό ο οποίος εκμεταλλεύεται την ισχύ που του προσφέρει η θέση του για να διορίσει στον δημόσιο τομέα συγγενικά ή φιλικά του πρόσωπα και στην καθαρίστρια που εξαπάτησε το δημόσιο για να ζήσει την οικογένειά της.

            Το «απόλυτο» είναι χαρακτηριστικό των απολυταρχικών καθεστώτων. Δεν είναι τυχαίο ότι η θανατική ποινή βρίσκεται σε ισχύ και εφαρμόζεται σε τέτοια καθεστώτα αν και –δυστυχώς- όχι μόνο σε αυτά. Ο θεσμός της δικαιοσύνης είναι κατάκτηση της δημοκρατικής αντίληψης. Δεν μπορώ να φανταστώ –δηλαδή δεν μπορώ να αποδεχτώ- ότι θα ζήσουμε, εμείς και οι μαθητές μας, τα παιδιά μας, σε έναν κόσμο στον οποίο για όλα θα αποφασίζουν οι αλγόριθμοι. Δεν επιθυμώ, δε συνηγορώ, «δεν υπογράφω», όπως θα έλεγε και ο Ζορμπάς· δεν υπογράφω την επιταγή που οδηγεί την πρόοδο –στο όνομα της τάξης των πραγμάτων- εκεί όπου θα εντοπίζονται οι «παράνομες» πράξεις από άψυχες μηχανές-ρομπότ οι οποίες θα επεμβαίνουν αυτόκλητες και θα «εξαφανίζουν» κάθε παρανομία, κάθε εκτροπή, χωρίς δίκη, χωρίς αιδώ. Ένας που «αδικεί» παραβαίνοντας τον νόμο, μπορεί να υπηρετεί κάτι υψηλότερο, μια νέα, επαναστατική και ελπιδοφόρα ιδέα. Ας αναρωτηθούμε τουλάχιστον ποιους εξυπηρετεί αυτού του είδους η απολιτική διαχείριση.

            Εκείνο το βράδυ δεν εξαντλήσαμε το θέμα. Πώς άλλωστε; Ένας από εμάς επιχείρησε προς στιγμή να βάλει και τη διαλεκτική στο τραπέζι μας, επιχειρώντας μια –εύστοχη- σύνδεση της κεντρικής συζήτησης με την «πάλη των τάξεων». Ωστόσο είχε ήδη επέλθει η κόπωση και ο στόχος είχε επιτευχθεί· είχαν εκτεθεί οι βασικοί προβληματισμοί και είχαν τεθεί οι βάσεις για νοητική κατά μόνας επεξεργασία ενός ζητήματος που απασχολεί  σε καθημερινή βάση την εκπαιδευτική κοινότητα.

         Την επομένη το πρωί, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος των μαθημάτων, ο ίδιος συνάδελφος πρόσθεσε τον επίλογο: «μόνο στο νεκροταφείο επικρατεί απόλυτη τάξη και νόμος».

                                                                                   

                                                                                    Χαλκίδα, 6 Νοέμβρη 2019

                                                                                                Κ. Δ. Γιαννάκος