Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Το μοναδικό «σκαμπίλι» της ζωής μου...




«Τω καιρώ εκείνω», ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρά την αποδεκτή αντικειμενικά άποψη ότι «ο χρόνος είναι η κινούμενη εικόνα της αιωνιότητος» (Πλάτων). Δηλαδή, παρέβη και υπερέβη τη φυσική ακολουθία, τη νομοτέλεια.

Να εξηγήσω αυτή την άποψή μου: αναφέρομαι στις δεκαετίες του ’30 και ’40, που εβίωσα από τη γέννησή μου μέχρι τα πιο κρίσιμα εφηβικά χρόνια.


Η ζωή στο χωριό που γεννήθηκα, και στην επαρχία, είχε σταματήσει να κινείται. Οι άνθρωποι ζούσαν όπως προ 2500 χρόνων. Σπίτια ταπεινά, με χωματένιο δάπεδο. Πολλές φορές «συγκατοικούσαν» με τα ζώα. Εκαλλιεργούσαν με το «άροτρον του Ησιόδου» που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Τα περισσότερα γεωργικά εργαλεία ήταν κατασκευές τους. Εθέριζαν κι αλώνιζαν κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο.

Οι γυναίκες έκλωθαν και ύφαιναν όλο τον απαραίτητο ιματισμό. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του. «Πηνελόπες» αιώνιες οι μανάδες, δημιουργούσαν καλλιτεχνήματα με ωραία σχέδια και χρώματα. Έτρεφαν μεταξοσκώληκα και, με την κατάλληλη και περίτεχνη επεξεργασία, ύφαιναν μεταξωτά λευκά υφάσματα για πουκάμισα και διάφορες ενδυματολογικές ανάγκες. Οι οικογένειες -με σκληρή εργασία- είχαν αυτάρκεια σε όλα τα αγαθά για τη ζωή τους και τη διατροφή τους. Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ήταν τα μεγάλα πανηγύρια για τους κατοίκους, με τα χοιρινά και τα αμνοερίφια που έτρεφαν όλοι.


Σ’ αυτές όμως τις 2 δεκαετίες, συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα στην Ελλάδα και παγκοσμίως, που οδήγησαν στην ανατροπή της κανονικότητας και της ειρηνικής ζωής των ανθρώπων. Έζησα την έναρξη του πολέμου του ’40, την εισβολή των Ιταλών και Γερμανών, την Κατοχή, τον Εμφύλιο πόλεμο, και υπήρξα μάρτυρας τρομακτικών μαχών στην περιοχή μας και στο χωριό μου.

Μετά την περίοδο αυτή, άλλαξε η κίνηση της ζωής και έδειξε τη ζοφερή πλευρά της. Τέτοια χρόνια, έχει επικρατήσει η συνήθεια να ονομάζονται «πέτρινα χρόνια». Όντως, οι ανθρώπινες περιπέτειες, δυστυχίες, ανέχεια, εγκλήματα, είναι τα χαρακτηριστικά της εποχής αυτής.


Όμως η ζωή ήταν πιο δυνατή από τη φθορά. Δεν σταμάτησε να βρίσκει τρόπους να δείχνει τη δύναμή της. Και γιορτές, και πανηγύρια, και γάμοι, και χοροί. Ενθυμούμαι, μικρό παιδί, κάθε Κυριακή απόγευμα, στήνονταν χορός με δύο γύρους στην πλατεία, με τραγούδι που άρχιζε ο προεξάρχων του χορού και επαναλάμβανε ο χορός των χορευτών. Οι άντρες ντυμένοι με τα «καλά» τους, ενώ οι γυναίκες άστραφταν με τα περίτεχνα σεγκούνια και τις μεταξένιες πλεξούδες. Στις αγροτικές εργασίες, στα χωράφια που βοτάνιζαν και θέριζαν, η ύπαιθρος ήταν ένα πανηγύρι με τραγούδια.

Τα σχολεία, παρά τον πόλεμο και την Κατοχή των ξένων κατακτητών, λειτουργούσαν στοιχειωδώς. Τότε, δεν υπήρχε η «δωρεάν παιδεία». Πληρώναμε για βιβλία, εγγραφή, Σχολική Εφορεία, και όλα τα μαθητικά εφόδια. Οι καθηγητές μας ήταν σημαντικοί άνθρωποι. Μέσα στις δύσκολες συγκυρίες, δίδασκαν χωρίς μισθό. Έπραξαν το καθήκον τος στον υπέρτατο βαθμό. Με τάξεις 50 και 60 μαθητών, σε ακατάλληλα κτίρια, γινόταν πραγματική πνευματική «λειτουργία». Λόγω γεγονότων δυσχερών της κατοχής, η λειτουργία των σχολείων ήταν ελλιπής. Σε ένα διδακτικό έτος διδασκόμασταν μαθήματα δύο τάξεων και προβιβαζόμασταν κανονικά στην άλλη τάξη. 


Και όμως, σε αυτές τις συνθήκες, 

«μάθαμε γράμματα». Σε αυτά τα δίσεκτα χρόνια, υπήρξε έντονη και ακατάσχετη επιθυμία για γνώση και καλλιέργεια από τους μαθητές. Τότε, σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια, ως μαθητής οκταταξίου Γυμνασίου διάβασα Σαίξπηρ (Βασιλιάς Ληρ), Νίτσε (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), Ουγκώ (Άθλιοι), Ζολά και Έλληνες λογοτέχνες. Τότε, εξεδίδετο το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ήλιος, και ένθετο περιοδικό με ποικίλη λογοτεχνική, φιλοσοφική, ποιητική και ιστορική ύλη. Με λαχτάρα περίμενα την ημέρα της κυκλοφορίας του!             

Και με αυτά τα γράμματα, της πέτρινης εκείνης εποχής, από τους 55 μαθητές που αποφοιτήσαμε το 1950, οι 50 επέτυχαν στο Πανεπιστήμιο με αυστηρότατες εξετάσεις.


Επανέρχομαι στα δύσκολα νεανικά χρόνια. Η ζωή δύσκολη, με πολλές ελλείψεις και κινδύνους. Τα Χριστούγεννα, μετά τη σφαγή και εκδορά των χοίρων, το δέρμα κοβόταν σε «φασκιές» επιμήκεις, με ανάλογο φάρδος, ώστε, μετά την αποξήρανση, να χρησιμοποιείται για κατασκευή τσαρουχιών.

Ένα καλοκαίρι, είχε απομείνει μια φασκιά προοριζόμενη για τον μεγαλύτερο αδερφό. Εντολή πατρική, να μη χρησιμοποιηθεί από άλλο παιδί. Εγώ, συμμετείχα στις δουλειές, καίτοι μικρός, και είχα μείνει ξυπόλυτος. Αποφάσισα να παραμερίσω την πατρική εντολή, και έφτιαξα δικά μου τσαρούχια. Όταν επληροφορήθηκε ο πατέρας μου το γεγονός, με επέπληξε ζωηρά και μου «άστραψε» ένα ηχηρό σκαμπίλι. Έσκυψα το κεφάλι, και έκλαψα σιωπηρά, όχι τόσο από πόνο, όσο από ντροπή. Ο αείμνηστος, άγια τα χώματά του, πόνεσε περισσότερο. Έκτοτε, όταν μεγάλωσα και πήγα στο Πανεπιστήμιο, μου έδειχνε όχι μόνο αγάπη, αλλά και ιδιαίτερο σεβασμό.


Είπαμε, ήταν «πέτρινα χρόνια»… Μέσα από τα αγωνιστικά και σκληρά για πολλούς χρόνια, «per tot discrimina rerum, per varios casus*» (=διά τόσων δυσχερειών διά ποικίλων πτώσεων), μπήκαμε στη ζωή και φτάσαμε στην «Ιθάκη». Η ζωή άλλαξε ρυθμό, ο χρόνος επανεύρε την πορεία του. Τα πάντα μεταβλήθηκαν… Προς το καλύτερο; Ο άνθρωπος απέκτησε αγαθά και ιλιγγιώδη τεχνολογία. Έγινε όμως ευτυχέστερος; Είναι το ζητούμενο. Ποιος θα μας το πει; Εγώ δυσκολεύομαι να απαντήσω!


Τώρα, «Όταν στο βάθος της νυκτός με περιζώνει άκρα θαλάσσης, ουρανού και γης γαλήνη, το πνεύμα, όπου στην ταραχή του κόσμου σβήνει, σιγά σε άλλους κόσμους με αναφτερώνει». (Πολυλά, Ερασιτέχνης) και καταφεύγω με νοσταλγία στα πέτρινα εκείνα χρόνια της νεότητός μου, για να βρω αποκούμπι και λιμάνι.

Στο αιώνιο «νόστιμον ήμαρ» της νεανικής μου ηλικίας, της αγωνιστικής και δημιουργικής περιόδου. Και ξαναζώ και ξαναθυμούμαι με ευγνωμοσύνη και βαθύτατη συγκίνηση και κατανόηση το μοναδικό σκαμπίλι της ζωής μου.

Ταύτα «in memoriam» σεβαστών, προσφιλεστάτων και αγαπημένων προσώπων…

                                                                                                   Ιωάννης Δ. Αναγνώστου



* Βιργίλιος