Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Το 3ο εμπόδιο στη μελέτη





Το 3ο εμπόδιο στη μελέτη: Η παρανοημένη λέξη

Το τρίτο και σημαντικότερο εμπόδιο στη μελέτη είναι η παρανοημένη λέξη.

«Παρανόηση» ή «λέξη που δεν έχει γίνει κατανοητή» είναι όροι που χρησιμοποιούνται για να ορίσουν οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στην κατανόηση μιας λέξης, έννοιας ή συμβόλου.

Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι παρανοημένη λέξη είναι απλώς κάτι το οποίο είναι φανερό πως δεν το γνωρίζει κάποιος, μια λέξη που δεν «κατανοεί».

Μια λέξη που δεν έχει κατανοηθεί είναι, προφανώς, μια παρανόηση, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορεί να παρανοήσει μια λέξη. Τα παραδείγματα από την καθημερινή και πολυετή ενασχόλησή μου με την εκπαίδευση (και ως εκπαιδευτικού και ως εκπαιδευόμενης) είναι άφθονα!!!

Μπορεί κάποιος να έχει έναν εντελώς λανθασμένο ορισμό (που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματική σημασία της λέξης ή του συμβόλου). Μπορεί λ.χ. να ακούει ή να διαβάζει τη λέξη «έριδες» και να νομίζει ότι σημαίνει «εμπόδια». Μεγαλύτερο λάθος απ’ αυτό δε γίνεται…

Μπορεί επίσης ένα άτομο να επινοήσει έναν ορισμό, να τον δημιουργήσει δηλαδή μόνο του ή να του τον έχει πει κάποιος άλλος. Μη γνωρίζοντας τον πραγματικό ορισμό, επινοεί έναν στη θέση του. Αυτό μερικές φορές είναι δύσκολο να το εντοπίσεις, γιατί το άτομο είναι σίγουρο ότι ξέρει τι σημαίνει η λέξη… Για παράδειγμα, ένα άτομο δεν έμαθε ποτέ τη σημασία του θαυμαστικού (!), αλλά, όταν το βλέπει σε εικονογραφημένα περιοδικά να αντιπροσωπεύει βρισιές, επινοεί τον ορισμό «παλιοκουβέντες» γι’ αυτό και, όπου το βλέπει, το αντιλαμβάνεται μ’ αυτόν τον τρόπο.

Υπάρχει περίπτωση κάποιος να έχει έναν ορισμό που δεν είναι σωστός, έχει όμως κάποια σχέση με τη λέξη ή το σύμβολο ή ν’ ανήκει σε μια παρόμοια κατηγορία. (Π.χ. Κάποιος νομίζει ότι η λέξη «υπολογιστής» σημαίνει «γραφομηχανή»…)

Μπορεί ακόμη να έχει έναν ορισμό, αυτός όμως να είναι ανεπαρκής, ελλιπής. Να νομίζει λ.χ. ότι «γραφείο» σημαίνει απλά «δωμάτιο», ενώ ο πλήρης ορισμός της είναι «το δωμάτιο που προορίζεται για διάβασμα και για πνευματική εργασία».

Ή μπορεί να έχει έναν ορισμό της λέξης, που όμως να μην ταιριάζει με τη λέξη όπως αυτή χρησιμοποιείται μέσα στην πρόταση που ακούει ή διαβάζει κάποιος… Αυτό είναι συχνό φαινόμενο με λέξεις που έχουν πολλές σημασίες μέσα στη γλώσσα, όπως λ.χ. το ρήμα «βγάζω» (π.χ. «βγάζω μία φωτογραφία», «βγάζω τα πράγματα έξω» κ.λπ. )

Μια άλλη σύγχυση μπορεί να υπάρχει όταν χρησιμοποιείται μια λέξη για να καθορίσει διαφορετικά πράγματα, τα οποία έχουν τελείως διαφορετικές σημασίες (π.χ. η λέξη «τόνος») ή λέξεις που μπορεί να έχουν τον ίδιο ήχο, μερικές φορές και την ίδια ορθογραφία, αλλά διαφέρουν σε σημασία (π.χ. «ρήμα» και «ρίμα») κοκ.

Μεγάλο μπέρδεμα γίνεται στη γλώσσα και με τους «συνωνυμικούς» ορισμούς, όπου δηλαδή το άτομο χρησιμοποιεί κάποιο συνώνυμο στη θέση του ορισμού μιας λέξης (π.χ. διαβάζει κάποιος τη λέξη «κεφαλαιώδης» και νομίζει πως ο ορισμός της λέξης είναι «σημαντικός» -που είναι μεν συνώνυμο, αλλά δεν αποδίδει την πλήρη σημασία της λέξης «κεφαλαιώδης» που σημαίνει «αυτός που έχει καθοριστική σημασία, που αναγνωρίζεται ως απόλυτα βασικός και ουσιαστικός» και όχι απλά «σημαντικός»).

Μπορεί ακόμη κάποιος να γνωρίζει δυο ορισμούς μιας λέξης αλλά να του λείπει κάποιος άλλος ή να λείπει από το λεξικό που χρησιμοποιεί. Π.χ. ακούει την πρόταση «Η πόλη ήρθε να τον προϋπαντήσει», αγνοεί όμως τον ορισμό της «πόλης» ως «το σύνολο των κατοίκων μιας πόλης» και δεν μπορεί να καταλάβει πώς μπορεί τα κτήρια να προϋπαντήσουν κάποιον…

Μπορεί επίσης κάποιος να μην έχει κανέναν απολύτως ορισμό για μία λέξη, οπότε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Διαβάζει λ.χ. τη φράση «Οι άνθρωποι εργάζονται για τον βιοπορισμό τους», δεν γνωρίζει καθόλου τη λέξη «βιοπορισμός» και επομένως δεν κατανοεί το νόημα της πρότασης.

Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση κάποιος να μην δέχεται τον ορισμό μιας λέξης ή να αρνείται να του την εξηγήσουν ή να τη βρει στο λεξικό… Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό, βασίζονται, συνήθως, σε συναισθηματικές αντιδράσεις που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο ορισμό. Το άτομο μπορεί να έχει κάποιο συναισθηματικό φορτίο λόγω κάποιας υποτίμησης που δέχτηκε σχετικά ή μιας αποτυχίας που είχε σε ένα θέμα, και το φορτίο αυτό να το διεγείρει και να απορρίπτει μια λέξη ή και θέμα, π.χ. τα «μαθηματικά», οι «θρησκείες» κ.λπ.


Όλοι αυτοί οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να παρανοήσει μια λέξη ή ένα σύμβολο [π.χ. το «+» (συν) ή το «=» (ίσον)], μπορεί να προκαλέσουν πολλούς μπελάδες στη μελέτη και να εκδηλωθούν με μια σειρά σωματικών και διανοητικών αντιδράσεων. Μπορεί να κάνουν κάποιον να φαίνεται ή να νιώθει απρόσεκτος, κουτός, ανίκανος να μάθει…
Αυτό το εμπόδιο της παρανοημένης λέξης είναι πολύ πιο σημαντικό από τα άλλα δύο (την απουσία μάζας και την απότομη βαθμίδωση). Έχει μεγάλη σχέση με τη διάνοια, με τις ανθρώπινες σχέσεις, και με διάφορα άλλα θέματα…


Καθορίζει την ικανότητα ή την ανικανότητα κάποιου και είναι το κλειδί γι’ αυτό που προσπαθούσαν επί χρόνια να εξετάσουν ψυχολόγοι και παιδαγωγοί χωρίς να αναγνωρίζουν τι είναι (και κατέληξαν έτσι να αποδίδουν το πρόβλημα σε «μαθησιακές δυσκολίες» και κάθε λογής «διαταραχές»…)


Είναι οι ορισμοί των λέξεων. Εκεί ανάγονται όλα!
Οι συνέπειες των παρανοήσεων στη διάνοια είναι τόσο πολυποίκιλες, που από μόνο του αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρωταρχικός παράγοντας πολλών πραγμάτων…

Επιπλέον, το θέμα αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πεδίο δράσης και ανοίγει διάπλατα τις πύλες για τη μόρφωση…

                                                 Η συνέχεια στο επόμενο…..

*Το υλικό γι’ αυτό το άρθρο έχει αντληθεί από κείμενα και διαλέξεις του L. Ron Hubbard με θέμα «Τεχνολογία Μελέτης».